Ένας συγκερασμός πρακτικών αναγκών και πλαστικού οράματος, με σαφή σημεία αναφοράς στην αρχαία και λαϊκή αρχιτεκτονική του τόπου μας, καθώς επίσης στην ποικιλομορφία του ελληνικού τοπίου, κατέληξε στη δημιουργία μιας μοναδικής κατοικίας στον Υμηττό, που φέρει τη σφραγίδα της γλύπτριας τοπίου Νέλλας Γκόλαντα.
Το ιδιάζον αυτό κατοικήσιμο γλυπτό, λαμπρό παράδειγμα ισορροπίας μεταξύ έντεχνης κατασκευής και περιβάλλοντος χώρου, αντανακλά όλες τις δημιουργικές εμπειρίες της Γκόλαντα. Από τα πρώτα της χαρακτικά, τα ψηφιδωτά, τις γλυπτικές κατασκευές από τσιμέντο και τις επίτοιχες από πλέξιγκλας έως την πλατεία και γλυπτή προκυμαία Φλοίσβου στο Π. Φάληρο, το θέατρο στην Αιξωνή Γλυφάδας, την διαμόρφωση των δύο κεντρικών πλατειών στη Λάρισα και την σύνδεση τους με το αρχαίο θέατρο, τον οικισμό έξι σπιτιών στη Νίκαια Λάρισας και το σπίτι στον Κάλαμο. Αποκορύφωμα, οι πρόσφατες επεμβάσεις σε μεγάλες υπαίθριες εκτάσεις στα παλιά λατομεία Διονύσου στην Πεντέλη και σε τμήμα της Αττικής Οδού-Δυτικής Περιφερειακής Υμηττού, σε μήκος 8 χιλιομέτρων, σε συνεργασία με την αρχιτέκτονα-μηχανικό -με εξειδίκευση στο πολεοδομικό landscape- Ασπασία Κουζούπη. Οι δύο συνεργάτιδες ίδρυσαν το 2000 το γραφείο Γλυπτά-Αρχιτεκτονικά Τοπία, αναλαμβάνοντας έργα επαναπροσδιορισμού και αξιοποίησης κάποιων τραυματισμένων τμημάτων της Αττικής γης, μέσα από μια διαδικασία ανακύκλωσης και μετάλλαξης της πρωτογενούς ματιέρας τους, όπως τα προαναφερθέντα, καθώς και άλλα, όπως η γλυπτική σύνθεση στο σταθμό του ΗΣΑΠ Νέου Ηρακλείου και ο γλυπτός εξοπλισμός της κεντρικής πλατείας Καρδίτσας. Η εργασία τους χαίρει αναγνώρισης εκτός συνόρων και έχει διακριθεί σε διεθνείς διαγωνισμούς για το αστικό τοπίο. Δημοσιευμένη επανειλημμένως στον ελληνικό και ξένο εξειδικευμένο τύπο -και όχι μόνο- προβάλλει τη θέση και το όραμα των δύο συνεργάτιδων για μία πλευρά της γλυπτικής-αρχιτεκτονικής έκφρασης με την οποία δεν είμαστε ακόμη εξοικειωμένοι στην Ελλάδα.
Η κατασκευή, καρφωμένη γερά πάνω στο βράχο, διαμορφώνεται σε ένα παιχνίδι όγκων που καθορίστηκε από την κλίση και τα επίπεδα του εδάφους, έτσι ώστε να αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο του βουνού. Αλλά όσο στιβαρή και αγέρωχη μοιάζει εξωτερικά, τόσο στο εσωτερικό της έχει κανείς την αίσθηση μιας απουσίας υλικού βάρους. Αυτό οφείλεται στον τρόπο με τον οποίο η Γκόλαντα αντιλαμβάνεται τους νόμους της βαρύτητας και χειρίζεται τη διαδρομή του αττικού φωτός. Όπως ακριβώς στα χαρακτικά της, έτσι κι εδώ, οι όγκοι μοιάζουν να μετεωρίζονται στο χώρο, καθώς το φως διαπερνά τα ανοίγματα διαφόρων μεγεθών και σχημάτων για να καταλήξει σε ένα αέναο, καθημερινό διάλογο μαζί τους. Η τεχνοκριτικός Βεατρίκη Σπηλιάδη λέει, χαρακτηριστικά, γι αυτά τα ανοίγματα: […] Aυτές οι φόρμες των παραθύρων με την παράδοξη προοπτική, αποτελούν άμεση αναφορά του παράθυρου στο σουρεαλισμό. Η σουρεαλιστική προοπτική διαλύει την ουμανιστική οργάνωση σε κομμάτια που το καθένα έχει δικό του σύστημα και προτείνει δική του συμβολική σύμβαση με δική της εσωτερική αλήθεια, το όνειρο, τους διάφορους δρόμους της ψυχής. Το παράθυρο, όπως και ο καθρέφτης, τονίζει τη σχέση ανάμεσα στο πραγματικό και την αναπαράστασή του. Είναι άνοιγμα στο όνειρο, στον τρόμο και την ενόραση. Στο έργο της Γκόλαντα, τα παράθυρα είναι αγωγοί φωτός και πνευματικής έντασης […].
Η κατοικία εξελίσσεται σε τρία τμήματα που διαφοροποιούνται εξωτερικά από το χρώμα και τις κατασκευαστικές τους ιδιαιτερότητες, ενώ εσωτερικά από τις χρηστικές τους ιδιότητες.
Το λευκό τμήμα ή καλοκαιρινό, εκτεθειμένο προς τη μεριά της θάλασσας, είναι εξαιρετικά ψηλοτάβανο, με διάχυση φωτός μοναστηριακής ατμόσφαιρας, που αλλάζει δυναμική ανάλογα με την κίνηση του ήλιου μέσα στην ημέρα. Σε αυτό το τμήμα δεσπόζει η τραπεζαρία με έπιπλα και αντικείμενα γνήσιας ελληνικής παραδοσιακής αισθητικής.
Ανεβαίνοντας επίπεδο, βρισκόμαστε στο χωμάτινο τμήμα ή χειμερινό, προστατευμένο ανάμεσα στο καλοκαιρινό και το βράχο. Είναι ο χώρος της εστίας με τα χτιστά άνετα μιντέρια, που προσφέρει θαλπωρή και αίσθημα προστασίας. Πιο χαμηλοτάβανος, συγκριτικά με το προηγούμενο τμήμα, οδηγεί με μερικά σκαλοπάτια στο γραφείο και στον οντά, με τα πολύχρωμα γυαλάκια στα παραθύρια του -παραταγμένα στη σειρά σαν σε κινηματογραφικό φιλμ- να αλλοιώνουν τον έξω κόσμο σε μικρά επιχρωματισμένα καρέ.
Εάν στα δύο πρώτα τμήματα το θαλασσινό αεράκι και η φωτιά, συμμέτοχοι στα παιχνίδια του φωτός, σε κάνουν να νιώθεις πως πετάς στα σύννεφα ή πως πατάς γερά στη γή, με το πέρασμά σου από το διάδρομο της Αριάδνης στο τρίτο τμήμα, το τσιμεντένιο, βρίσκεσαι αντιμέτωπος και με το ορμητικό στοιχείο του νερού!
Όλη η πείρα και η γνώση της Γκόλαντα, οι μνήμες, προσωπικές της και συλλογικές, οι αισθητικές αναζητήσεις και οι εφαρμογές τους, η απόλυτη εκφραστική ελευθερία, όλα είναι εδώ. Ο επικλινής διάδρομος, μ’ ένα πάτωμα όλο νερά από μάρμαρο και άλλα πετρώματα γυαλισμένα, ξεχύνεται στους προσωπικούς χώρους των ιδιοκτητών, όπου πρωταγωνιστεί το master bedroom που σε ταξιδεύει στα κυβιστικά έργα του Χατζηκυριάκου-Γκίκα της εποχής της Ύδρας. Μόνο που εδώ, ως εκ των πραγμάτων, η αφηρημένη αντιμετώπιση των συνθετικών στοιχείων αναπτύσσεται και στην τρίτη διάσταση.
Σε αυτό το δωμάτιο, λοιπόν, το πάτωμα επαναλαμβάνει την υδάτινη σύλληψη, ενσωματώνοντας και το ξύλο. Το δε ταβάνι από γυμνό μπετόν με λεπτομερή σχεδιασμό του ξυλότυπου και χρήση χρώματος, αποτελεί από μόνο του ένα γλυπτό, που σου δημιουργεί την εντύπωση ότι το έδαφος βρίσκεται από πάνω σου. Στην άκρη του, προς τη μεριά του μπαλκονιού, ένας επικλινής καθρέφτης, σαν συνέχειά του, αντικατοπτρίζει το υδάτινο πάτωμα, μπερδεύοντας καλειδοσκοπικά τις αισθήσεις. Το δωμάτιο ανοίγει σε ένα μπαλκόνι-φανάρι από μέταλλο, γυαλί και στράντζα. Μπροστά, απέραντη θέα προς το θαλάσσιο ορίζοντα, με πρώτο πλάνο την πυκνή βλάστηση και λίγο πιο δεξιά τη βεράντα στο λευκό τμήμα. Είναι το πλέον διάφανο σημείο του σπιτιού, γιατί, κι όταν ακόμα οι τζαμόπορτές του -που καταλαμβάνουν ολόκληρη την επιφάνεια του τοίχου- είναι κλειστές αντανακλούν στην καθρέφτινη επιφάνεια τους το γύρω φυσικό περιβάλλον, μεταβάλλοντας σημαντικά την ύπαρξή του στο χώρο.
Τα διακοσμητικά μοτίβα που έχουν χρησιμοποιηθεί στις σχεδιαστικές λεπτομέρειες του οικήματος, αποδίδουν τα αρχέτυπα των σχημάτων του ελληνικού τοπίου -κατά κύριο λόγο του θαλασσινού- πολλά από τα οποία απαντά κανείς σε όλες τις καλλιτεχνικές εκφράσεις από αρχαιοτάτων χρόνων να υποδηλώνουν την παρουσία και έντονη κινητικότητά του.
[…] Υπάρχει μια αναζήτηση ελληνικότητας, θα λέγαμε διακινδυνεύοντας την φθαρμένη λέξη[…] εξηγεί αναφερόμενη στα έργα της Γκόλαντα η Βεατρίκη Σπηλιάδη, […] με την έννοια ότι επιχειρείται η σύνδεση του αρχαίου και του λαϊκού πολιτισμού, της αρχαίας και της λαϊκής αρχιτεκτονικής σε ένα κοινό όραμα. Η ονειροπόληση δεν είναι ειδυλλιακή ή φυσιολατρική αλλά πηγάζει από το σύνθετο και πολύμορφο σύμπαν, που είναι το πανόραμα των σύγχρονων πόλεων […]. Και συνεχίζει: […] Tο ύφος τους, όμως, διαφοροποιείται από την λαϊκή παράδοση. Είναι περισσότερo έργα κονστρουκτιβιστικά, που πηγάζουν από το Μπαουχάους και τις διακηρύξεις του για μια τέχνη που δεν έχει σαφή όρια ανάμεσα στην αισθητική της αυτάρκεια και την χρηστική της λειτουργικότητα […]. (Τα αποσπάσματα που υπογράφει η Βεατρίκη Σπηλιάδη είναι από το βιβλίο “Γλυπτική και Αρχιτεκτονική της Ν. Γκόλαντα”, Εκδόσεις Ολκός, 1982).