Δελτίο Τύπου
(Μετάφραση στα Αγγλικά: Σταμάτης Γκίκας)
“Με μάτια που βλέπουν” είναι ο τίτλος της έκδοσης που περιλαμβάνει μια επιλογή από κείμενα που έγραψε η τεχνοκριτικός και ιστορικός τέχνης Βεατρίκη Σπηλιάδη από το 1956 έως το 1986.
Άρθρα -κριτικές κατά κύριο λόγο- στον καθημερινό (Ελευθεροτυπία, Καθημερινή) και τον περιοδικό τύπο γύρω από το βιβλίο, το θέατρο και κυρίως τα εικαστικά δρώμενα. Ακόμη, κείμενα από εισαγωγικά σημειώματα καταλόγων εικαστικών, από εκδόσεις που επιμελήθηκε η ίδια κ.λπ. Ο όγκος τους μεγάλος και η δυσκολία για την επισήμανση των σημαντικών ακόμα μεγαλύτερη.
Αυτό που κυρίως ελκύει και στην κυριολεξία καθηλώνει τον αναγνώστη είναι η πολιτιστική ζωή της Αθήνας από το ‘60 έως το ‘86. Μιας Αθήνας όπου μόλις έχει αρχίσει να ξεκαθαρίζει το τοπίο σε ζητήματα όπως αυτό του τυφλού Ακαδημαϊσμού και της παρεξηγημένης αναζήτησης της “Ελληνικότητας” στην τέχνη.
Με γλώσσα κατανοητή όχι μονάχα από τους ειδικούς αλλά και από τον μέσο αναγνώστη, η Βεατρίκη Σπηλιάδη επεδίωκε την ευαισθητοποίηση των μεγάλων μαζών. Γι’ αυτό και η συγκεκριμένη έκδοση αποτελεί ένα συναρπαστικό όχημα που ταξιδεύει τον αναγνώστη σε χρόνους και τόπους γεμάτους από αισθήσεις και αισθήματα με μια σχεδόν μυθιστορηματική αφήγηση.
Η γενναιόδωρη προσφορά οπτικού υλικού σ’ αυτή την έκδοση, καλλιτεχνών και πολιτιστικών φορέων τόσο κρατικών όσο και ιδιωτικών, είναι μία ακόμα υπόμνηση των αισθημάτων που ενέπνεε η Σπηλιάδη στους ανθρώπους που συνεργάζονταν μαζί της.
Στο βιβλίο επίσης φιλοξενούνται κείμενα των: Ελένης Βαροπούλου, Δημήτρη Γκιώνη, Αντώνη Κωτίδη, Φώτου Λαμπρινού, Λίνας Παπαϊωάννου και Έφης Στρούζα, που συνθέτουν ένα βιογραφικό οδοιπορικό της Βεατρίκης Σπηλιάδη και του έργου της.
Σχόλιο
Της Ελένης Μπίστικα
ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΑΤΡΙΚΗ ΣΠΗΛΙΑΔΗ ΜΙΛΑΕΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΟΜΟ “ΜΕ ΜΑΤΙΑ ΠΟΥ ΒΛΕΠΟΥΝ”, ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ GEMA
ΑΡΧΕΙΟ ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ 16.12.2006 ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
“Θα θέλαμε να γράψετε για τη Βεατρίκη Σπηλιάδη, που ήταν συνάδελφός σας στην “Καθημερινή”, μου ζήτησαν οι εκδόσεις GEMA. “Θα το ‘θελαν και οι κόρες της, η Μαρία και η Αλεξάνδρα. Αυτές, μάλιστα, το ζήτησαν”. Με κίνδυνο να θεωρηθώ αυστηρή, αρνήθηκα, όχι γιατί δεν γνώριζα τη Βεατρίκη Σπηλιάδη ή δεν την εκτιμούσα, αλλά ακριβώς για το αντίθετο! Το βιβλίο που, πολύ σωστά, σκέφθηκαν να εκδώσουν τα παιδιά της με βάση τα κριτικά της κείμενα δημοσιευμένα στις εφημερίδες “Καθημερινή” και “Ελευθεροτυπία” για την τέχνη, ήταν η δική τους κληρονομιά. Αλλά συνάμα κι ένας πνευματικός και πολιτιστικός θησαυρός που όπως, ορθότατα, επισημαίνει ο Αντώνης Κωτίδης, καθηγητής της Ιστορίας της Τέχης στο ΑΠΘ, “η Βεατρίκη κληροδότησε στους τεχνοκριτικούς και στους ιστορικούς της τέχνης ένα πολύ σημαντικό για τη δουλειά τους έργο -το έργο της. Αυτό πάντα θα υπάρχει στις βιβλιοθήκες και στα αρχεία. Η επιλογή που δημοσιεύεται στον τόμο αυτό αποτελεί πρώτο βήμα και πρόκληση για συνέχιση της συγκέντρωσής του σε μορφή έκδοσης. Είναι πολύτιμη για τους ειδικούς και συναρπαστικό ανάγνωσμα για κάθε άνθρωπο που ενδιαφέρεται για ένα τόσο σημαντικό κομάτι του νεότερου πολιτισμού μας, όπως η τέχνη. Δεν της άρεσαν τα μεγάλα λόγια, ο υπερθετικός βαθμός, τα ποικίλματα”. Την απάντηση για τη δική μου άρνηση τη δίνει ο Αντώνης Κωτίδης. Η Βεατρίκη που γνώρισα και που εργαστήκαμε, από διαφορετικές στήλες και σελίδες η καθεμιά, είχε πολλά να δώσει.
Ηταν η ίδια συναρπαστική, όμορφη σαν Ελληνίδα, γεμάτη ζωντάνια και ενθουσιασμό, με τα μεγάλα μαύρα μάτια της -“Μάτια που βλέπουν” είναι ο τίτλος του βιβλίου της- που έψαχναν για αγάπη και ανθρωπιά σε κάθε έργο, σε οτιδήποτε βγαίνει -ζωγραφική ή γλυπτό- από χέρια καλλιτέχνη. Δεν την ενδιέφεραν στη δουλειά της οι παρατάξεις, τα ρεύματα, η ελληνικότητα, ο μοντερνισμός. Αναζητούσε το γνήσιο και το αληθινό και όπου το έβρισκε, το κατέγραφε, το ανέλυε. Ο λόγος της, πάντα ακριβολόγος και διεισδυτικός, γινόταν το βραβείο του καλλιτέχνη. Ακριβώς επειδή αγαπούσα τη Βεατρίκη και θαύμαζα τη μόρφωσή της και την αφοσίωση, το τάξιμο που είχε στη δουλειά της, η ανιψιά του Φαληρέα, η γυναίκα του Θωμά Σπηλιάδη που έφυγε νωρίς και αυτός -στη μνήμη του αφιερώνουν οι κόρες το βιβλίο της Βεατρίκης, που τα είχε δώσει όλα στον γάμο αυτό- η τρυφερή μητέρα της Μαρίας και της Αλεξάνδρας, δεν ξεχνώ ότι συνέχιζε τις εκπομπές της, με το πρησμένο χέρι να ακουμπά σε ένα μαξιλάρι με γλυκύτητα και ήρεμη φωνή παρά τους πόνους. Για τη “μελαγχολική της ζωντάνια” σ’ αυτή τη στροφή της ζωής της γράφει ο συμμαθητής της από τα θρανία του Λυκείου Τυχοπούλου, ο σκηνοθέτης Φώτος Λαμπρινός. Έφυγε πολύ νέα, άφησε τα παιδιά της μικρά, αλλά πρόλαβε να δώσει έργο πολύτιμο και στα παιδιά της το πρότυπο της μητέρας και το μέτρο της αφοσίωσης σε ό,τι θα επιλέξουν να κάνουν στη ζωή τους. Μέσα από τα άρθρα της στην “Καθημερινή”: “Ορέστης Κανέλλης: παιχνίδι ανάμεσα στο φως και το όνειρο”, “Κ” 16-2-75, “Ο Καραγκιόζης: μια σκιά γεμάτη ζωή και αίσθημα”, “Κ” 22-6-75, “Γ. Μπουζιάνης ένας τραγικός” για τη μεγάλη έκθεση έργων του στην Εθνική Πινακοθήκη, “Κ” 18-6-77, “Αναδρομική Εκθεση Σπύρου Παπαλουκά στην Πινακοθήκη”, “Κ” 7-3-76, “Φώτης Κόντογλου, μια ιδιότυπη περίπτωση στην ελληνική τέχνη” (για τα 10 χρόνια από το θάνατο του “εξελληνισμένου ανατολίτη”), “Κ” 11-1-76, κείμενα που είχα διαβάσει στα “Εικαστικά” της “Καθημερινής” των χρυσών νιάτων μας, ξαναβρίσκουμε τη Βεατρίκη που χάσαμε πρόωρα, άδικα, τελεσίδικα.
Αυτά δίνουν το “πορτρέτο” της, το αληθινό που δεν πείραξε ο χρόνος -είκοσι χρόνια είναι που έφυγε από τη ζωή, το 1986. Το βιβλίο που έστειλαν η Μαρία και η Αλεξάνδρα Σπηλιάδη στο γραφείο, στην “Καθημερινή”, έχει το άρωμα της μοναδικότητας της Βεατρίκης. Και δίνει την ευκαιρία να προσθέσουμε μια ψηφίδα στο μωσαϊκό μνήμης και αγάπης, που συνθέτουν στα κείμενά τους στον τόμο η Ελένη Βαροπούλου, ο Δημήτρης Γκιώνης, ο Αντώνης Κωτίδης, ο Φώτος Λαμπρινός, η Λίνα Παπαϊωάννου και η Έφη Στρούζα. Πέρα από τον τρόπο που βίωνε τη δουλειά της ως τεχνοκριτικού και ιστορικού τέχνης “με μάτια που βλέπουν”, η Βεατρίκη Σπηλιάδη είχε έναν πλούτο συναισθημάτων που της επέτρεπε να νιώθει την ψυχή κάθε έργου και να επικοινωνεί με τον καλλιτέχνη και με το κοινό. Είχε γνώση, ευαισθησία, ήταν λογία και λογοτέχνης μαζί και πάνω απ’ όλα άνθρωπος. Αυτό ας το σημειώσουν οι σημερινοί συνάδελφοί της, που αρκούνται στο να δώσουν ένα “καλογραμμένο σύντομο κείμενο” βασισμένο συχνά στο δελτίο Τύπου και στη συνέντευξη, ίσως και με μια γρήγορη ματιά στην “πρώτη” της έκθεσης. Κάτι που ίσως να το συγχωρούσε η Βεατρίκη, στη μοναξιά της μεγαλοσύνης της.