Μέσα σε ένα θαυμάσιο φυσικό περιβάλλον δύο στρεμμάτων, μακριά από τη βοή του κέντρου της Γλυφάδας βρίσκεται αυτή η νεοκλασική βίλα που έχει φιλοξενήσει έως τώρα τρεις γενιές της οικογένειας που την έκτισε το 1927.
Σχέδιο Άγγλου αρχιτέκτονα της εποχής, με εμφανή την επιρροή από φίνα στοιχεία ευρωπαϊκής κουλτούρας από τη Γαλλική Côte d’Azur ή και τη λίμνη Como στην Βόρεια Ιταλία, είναι ένα από τα ελάχιστα δείγματα μιας αρχιτεκτονικής που αποτελεί πλέον τμήμα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και που θα είχε εκλείψει εντελώς αν δεν υπήρχε η προσωπική πρωτοβουλία κάποιων ανθρώπων και η φροντίδα τους για τη διατήρησή της.
Διαμορφωμένη σύμφωνα με τα πρότυπα των εξοχικών επαύλεων των αρχών του εικοστού αιώνα στις περιοχές αυτές της Ευρώπης, χρησιμοποιείται αρχικά ως θερινή κατοικία. Αργότερα οι σημερινοί ιδιοκτήτες αποφάσισαν να επεκτείνουν τη χρηστικότητά της και κατά τους χειμερινούς μήνες. Έτσι λοιπόν ξεκίνησε ένα μακροχρόνιο project ανακατασκευής της, με βάση το οποίο, κάποια νεότερα δομικά στοιχεία που προστέθηκαν, ενσωματώθηκαν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην θιγεί η αυθεντική αρχιτεκτονική σύλληψη και αισθητική. Την επίβλεψη και διακόσμηση των χώρων ανέλαβε η ίδια η ιδιοκτήτρια που με το γνήσιο καλλιτεχνικό της ένστικτο, την αγάπη της για τη διακόσμηση, τις γνώσεις της για άψογο φινίρισμα και την εξαιρετική χρωματική της αντίληψη κατάφερε αυτό το εντυπωσιακό αποτέλεσμα.
Κάποια δικά της σχέδια μάλιστα έχουν τυπωθεί σε μεταξωτά υφάσματα για τις κουρτίνες των σαλονιών και μερικών υπνοδωματίων. Σε όλο το σπίτι χρώματα άλλοτε έντονα, άλλοτε διακριτικά, ανακατεύονται περίτεχνα με τις στόφες στα έπιπλα, με τα υφάσματα, τους πίνακες, τα έργα τέχνης. Μοναδικά λάφυρα από εξορμήσεις στις αγορές της Ευρώπης αλλά και της Ανατολής δένουν με μεράκι και μοναδικό γούστο.
Μια μαρμάρινη σκάλα σκεπασμένη από μια πλούσια coiffe γιασεμιών οδηγεί στο κατώφλι του αρχοντικού, στον προθάλαμο και στο χολ. Η επεξεργασία των τοίχων με τεχνική décapé σε τόνους μπεζ, εδώ, είναι έργο του A. Farinola. Βρισκόμαστε στο υπερυψωμένο ισόγειο όπου από το χολ οδηγούμαστε, στην ευθεία του, προς τη βαθυκόκκινη επίσημη τραπεζαρία του σπιτιού σε αγγλικό στυλ. Το θερμό χρώμα στους τοίχους σε συνδυασμό με τα αυθεντικά εγγλέζικα έπιπλα και τον επιβλητικό κρυστάλλινο βαυαρικό πολυέλαιο δημιουργούν μια ατμόσφαιρα κομψότητας και άνεσης. Στις όμορφα φωτισμένες προθήκες των τοίχων εκτίθενται συλλογές από κινέζικα λευκά, πορσελάνινα αντικείμενα ενώ στην commode στο πλάι, ολλανδικά Delft.
Προς τα δεξιά ξεδιπλώνονται οι υπόλοιποι χώροι υποδοχής περιλαμβάνοντας και έναν χώρο για το πρωινό, με μία εγγλέζικη ροτόντα περιτριγυρισμένη από γαλλικές καρέκλες, ο οποίος συνορεύει με την κουζίνα που εξυπηρετεί με άμεση πρόσβαση τόσο αυτόν όσο και την τραπεζαρία. Στη συνέχεια το κυρίως καθιστικό και η βιβλιοθήκη. Όλοι αυτοί οι χώροι στολίζονται από εξαίσια γύψινα διακοσμητικά και φωτιστικές ροζέτες οροφής και “αναπνέουν” λόγω του μεγάλου ύψους των ταβανιών.
H αρχιτεκτονική νεοκλασική αντίληψη για την αυτονομία των χώρων κυριαρχεί ακόμα και σήμερα -ως προς το λειτουργικό κομμάτι τουλάχιστον- παρά το γεγονός ότι μετά τις παρεμβάσεις στον αρχικό σχεδιασμό κάποιοι μεσότοιχοι γκρεμίστηκαν και ενοποιήθηκαν έτσι τμήματα της κατασκευής. Το φως της μέρας εισβάλλει απ’ όλες τις πλευρές μέσα από τα γαλλικού τύπου στενόμακρα παράθυρα με τα μικρά τετράγωνα καΐτια. Στο χώρο της βιβλιοθήκης πρωταγωνιστεί το μαρμάρινο γαλλικό τζάκι του 18ου αιώνα καδραρισμένο μέσα σε ένα πανέμορφο δρύινο έπιπλο με τελειώματα σαν αετώματα, εποχής Regency. Στα ράφια του θαυμάζει κανείς παλιά δερματόδετα βιβλία πλάι σε οικογενειακά ενθυμήματα και φωτογραφίες.
Το πολύ ιδιαίτερο ετούτο σκηνικό, σ’ αυτό το επίπεδο της κατοικίας, συνθέτουν έπιπλα και αντικείμενα διαφορετικών εποχών και προελεύσεων σ΄ ένα εμπνευσμένο αισθητικό και λειτουργικό mix and match. H γαλλική commode του 18ου αιώνα ζευγάρι με τον επίσης γαλλικό καθρέφτη του 17ου, δίπλα στην μπαλκονόπορτα, παρέα με την ψάθινη banquette, το regency bar, παλιές ρωσικές εικόνες, πίνακες Ελλήνων ζωγράφων του 19ου αιώνα, έναν Renaissance, τον “Coco Chanel” δερμάτινο καναπέ απέναντι από το τζάκι, τα γλυπτικά πόμολα του Μάριου Βουτσινά στις μεσόπορτες, τα chenille ριχτάρια στις μπερζέρες και τα λινά υφάσματα στα μαξιλάρια των καναπέδων.
Τα ξύλινα πατώματα εναλλάσσονται με μαρμάρινα δάπεδα που “τρέχουν” πάνω κάτω στην κατοικία και στους εξώστες αυτής, όπου και πλαισιώνονται από μπορντούρες μωσαϊκών.
Στους επάνω ορόφους βρίσκονται τα υπνοδωμάτια, ιδιοκτητών και φιλοξενούμενων, καθένα με το προσωπικό του ύφος, που όλα όμως αποπνέουν την ίδια ρομαντική αίσθηση, όπως και το υπόλοιπο σπίτι, με συμπληρωματικές πινελιές από ιταλικά κρεβάτια με αριστουργηματικά κεφαλάρια, βενετσιάνικους καθρέφτες, empire κομμάτια. Στον τελευταίο, η σουίτα της κατοικίας δίνει στην βεράντα που προστατεύεται από τις ακραίες διαθέσεις του καιρού με μια πέργκολα και έχει απεριόριστη θέα στα νερά του Σαρωνικού από τον Πειραιά ως την Αίγινα.
Περνώντας μέσα από τους στενούς ταπετσαρισμένους διαδρόμους που οδηγούν από το ένα δωμάτιο στο άλλο για να καταλήξουν στην κεντρική ευρύχωρη ξύλινη σκάλα που συνδέει όλους τους ορόφους μεταξύ τους, έχει κανείς την εντύπωση ότι από στιγμή σε στιγμή μπορεί να συναντήσει στη διαδρομή του κάποια τρυφερή γυναικεία φιγούρα που ξέφυγε από τις σελίδες μιας αφήγησης της Jane Austen. Ειδικά όταν προσπερνά όλα αυτά τα κρεμασμένα παλιά ψάθινα καπέλα κατεβαίνοντας προς το ισόγειο λίγο πριν βγει στον κήπο.
Εκεί βρίσκεται η καθημερινή τραπεζαρία με τη συλλογή από γαλλικά και ελληνικά κεραμικά, το καθιστικό σε ύφος rustique, και η πιο ενεργή κουζίνα της κατοικίας που είναι φτιαγμένη σε ύφος Γαλλικό provincial. Βέβαια η επικοινωνία των ορόφων διευκολύνεται συμπληρωματικά και από ένα μικρό ασανσέρ επενδυμένο εσωτερικά με μια πολύ πετυχημένη ανάγλυφη trompe l΄oeil βιβλιοθήκη! Οι δε πόρτες του που βγάζουν στους ορόφους δεν διαφέρουν από τις υπόλοιπες αντίστοιχα.
Βγαίνοντας στον κήπο, μικρότερα σκηνικά από πολλά διαφορετικά καθιστικά, με έπιπλα από σίδερο, ξύλο και ψάθα με αναπαυτικά αφράτα μαξιλάρια, ξύλινους πάγκους και τραπέζια με επιφάνειες-συνθέσεις από πλακάκια, δημιουργούν γωνιές όπου οι ρυθμοί της μέρας επιβραδύνονται και όλοι αποζητούν την ανάπαυση και την γαλήνη κάτω από τη σκιά της μανόλιας το απομεσήμερο, συντροφιά με το διακριτικό φως από τα χειροποίητα φανάρια και τα κηροπήγια όταν πέφτει η νύχτα.
Μια ταξιδιάρικη διάθεση στο χρόνο, μας παραπέμπει σε εποχές όπου η τότε οικοδέσποινα και η συντροφιά της παίρνουν το τσάι τους δίπλα στο παλιό σιντριβάνι που έχει διατηρηθεί ακέραιο μέχρι σήμερα, ενώ διάσπαρτοι μέσα στον κήπο οι τεράστιοι φοίνικες, σαν γίγαντες, παρατηρούν από εκεί ψηλά το παιχνίδι των μικρών παιδιών, την περιφορά των ασημένιων δίσκων με το γλυκό βύσσινο σερβιρισμένο σε γυάλινα πιατάκια πλάι σε λιγνά ποτήρια με δροσερό νερό και ρουφούν αχόρταγα τις ευωδιές που ακόμα αναδύονται από τα γιασεμιά και το αγιόκλημα, από τα παρτέρια με τη λεβάντα και το θυμάρι.