[…]
κι’ όταν φτάσω στο τελευταίο σκαλί της σκοτεινής αυτής σκάλας
κι’ ανοίξω την πόρτα του δωματίου
τότες μόνε αντιλαμβάνομαι πως το δωμάτιο ήταν -είναι-
ένας μεγάλος κήπος γιομάτος μουσική και ζωγραφιές
-ένα δωμάτιο γιομάτο σεντόνια ριχμένα μέσα στον κήπο-
[…]
Οι στίχοι αυτοί, του πρωτοπόρου εν Ελλάδι υπερρεαλιστή Νίκου Εγγονόπουλου, απόσπασμα από το ποίημά του “Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής”, γυροφέρνουν το νου καθώς τα εγγόνια του Ελεωνόρα και Νίκος μας ξεναγούν στην κατοικία που έφτιαξαν οι γονείς τους Ερριέττη Εγγονοπούλου και Νικόλας Λεδάκης κάπου στο κέντρο της Αθήνας.
Ένα περιβάλλον με έντονες τις παρουσίες και των τριών γενεών της οικογένειας. Από τα πινέλα, τα μικρής κλίμακας bozetti αλλά και τα μεγάλα σε διαστάσεις λάδια του παππού – πολλά από τα οποία παρουσιάζονται για πρώτη φορά μέσ΄ από αυτές τις σελίδες – μέχρι την κρυστάλλινη συλλογή από ποτήρια του ζευγαριού και τα μεταλλικά παιδικά αυτοκίνητα.
Διαμπερές, ψηλά σε όροφο, και άρα λουσμένο στο φως, με πολλές οπτικές φυγές στο λιγοστό πράσινο της πρωτεύουσας και με θέα την Ακρόπολη.
Είναι εμφανής η επιρροή του αρχικού κυτάρρου στον τρόπο με τον οποίο μπλέκονται αρμονικά – δημιουργώντας έναν χώρο υψηλής αισθητικής – στοιχεία τόσο διαφορετικά μεταξύ τους. Η έμφυτη ικανότητα της Ερριέττης στη σύνθεση και στη χρήση του χρώματος μαζί με την υποστήριξη του συζύγου της Νικόλα σε ζητήματα αισθητικής και εργονομίας, οδήγησαν στη δημιουργία αυτού του μοναδικού μουσείου – σπιτιού. Αλλά τίποτε δεν θα είχε πάρει σάρκα και οστά χωρίς την βοήθεια του αρχιτέκτονα Μιχάλη Γρυπάρη. Έμπειρου επαγγελματία, ο οποίος σε συνεργασία με τους ιδιοκτήτες υλοποίησε το αρχικό τους όραμα και εν συνεχεία έκανε την επίβλεψη των εργασιών.
Ένας ενιαίος χώρος που περιλαμβάνει το καθιστικό, το γραφείο, την τραπεζαρία και την κουζίνα, απομονώνει τους προσωπικούς χώρους των νεότερων μελών από αυτούς των γονιών τους, λειτουργώντας σαν σταθμός συγκέντρωσης για τις κοινές καθημερινές οικογενειακές δραστηριότητες. Τα τρία υπνοδωμάτια καθώς και το playroom των παιδιών με τα ensuite μπάνια τους, είναι εφοδιασμένα με πολλούς βοηθητικούς και αποθηκευτικούς χώρους, έντεχνα ενσωματωμένους στον τελικό σχεδιασμό, ώστε να εξασφαλίζεται άριστη εργονομία, λειτουργικότητα και σωστή εκμετάλλευση των τετραγωνικών μέτρων των επιφανειών.
Σ΄ ένα σπιτικό με μικρά παιδιά όπου το “τσουκάλι μπαίνει στη φωτιά” πάνω από μια φορά την ημέρα, απαιτείται μια σχεδόν συνεχής ανθρώπινη παρουσία στην κουζίνα. Έτσι, ο σχεδιασμός του κυρίως σώματος του διαμερίσματος επιτρέπει στην οικοδέσποινα, που το ζει τις περισσότερες ώρες της ημέρας, να έχει τον έλεγχο και να τακτοποιεί ταυτόχρονα οικογενειακές και άλλες υποχρεώσεις. Όπως επί παραδείγματι τη διαφύλαξη και προβολή του πατρικού έργου μέσα από την σχετική ιστοσελίδα και μία σειρά εκδόσεων που έχει επιμεληθεί η ίδια, ή το καθημερινό αλισβερίσι με ένα σωρό ανθρώπους που σχετίζονται με τις προμήθειες και την συντήρηση του σπιτιού.
Ο χώρος αυτός λοιπόν, φιλοξενεί και προβάλλει, σαν μια καλοστημένη έκθεση σε τρεις χρωματικές ανάσες, κόκκινο, γκρι και ξανθό ξύλο, την οικογενειακή πολιτιστική κληρονομιά. Ένα χρωματικό εγχείρημα που ενισχύει αλλά συγχρόνως μ΄ ένα υπερρεαλιστικό τρόπο ανατρέπει την άποψη ότι για να προβληθούν σωστά τα έργα τέχνης χρειάζονται ένα ουδέτερο χρωματικό φόντο. Γιατί ακόμα και το γκρί, που καλύπτει μια αρκετά σεβαστή σε έκταση επιφάνεια τοίχου, έχει έντονη παρουσία αν και θεωρητικά ουδέτερο. Μάλιστα ανάλογα με την ώρα της ημέρας και το πώς “πέφτουν” πάνω του τ΄ άλλα χρώματα, άλλοτε ξανθαίνει και άλλοτε σκοτεινιάζει σημαντικά, σε συνάρτηση με το επόμενο μεγάλο ατού του επιτυχημένου αυτού στησίματος που είναι ο φωτισμός. Το φυσικό φως ενισχύεται από μία μεταλλική κατασκευή που φέρει spots με στόχο τα έργα στους τοίχους. Είναι δημιουργία του Γιώργου Φατσέα που ειδικεύεται στο μουσειακό φωτιστικό σχεδιασμό. Κατά μήκος αυτής της κατασκευής και με κατεύθυνση προς την οροφή, κρυφός φωτισμός λειτουργεί συμπληρωματικά τη νύχτα στα spots και στα υπόλοιπα επιδαπέδια και επιτραπέζια φωτιστικά. Όλες οι πηγές φωτός είναι μελετημένες κατά τέτοιο τρόπο ώστε να ανταποκρίνονται στην ανάγκη να απομονώσεις με το βλέμμα ένα έργο τέχνης όταν το επιθυμείς χωρίς να χάνεις την γεύση μιας φιλικής σπιτικής ατμόσφαιρας.
Ερωτικά κορμιά, Εγγονοπούλεια σύννεφα με φόντο το ελληνικό γαλάζιο, υφασμάτινες κόκκινες καρδιές, πορσελάνινες γάτες, πολύχρωμα κρυστάλλινα ποτήρια, πτυχώσεις αρχαιοελληνικές φορεμάτων, αποξηραμένα μπουκέτα από ορτανσίες, πόρτες στο χρώμα του χαλκού, ανατολίτικα χαλιά, το λευκό που θέτει όρια και αναδεικνύει τα διπλανά χρώματα, το κυπαρυσσί, η τερρακόττα, το μελιτζανί, χάντρες και φούντες, διακόπτες ρεύματος στο χρώμα του γρανίτη… η λίστα είναι ατελείωτη. Όλα συνθέτουν μια πραγματικότητα όπου ο εικαστικός μύθος, τα παιδικά παραμύθια και η καθημερινότητα αποτελούν ένα αναπόσπαστο σύνολο. Το σκηνικό αυτό περιβάλλον αφήνει το περιθώριο για ταξίδια του νου σε άτομα όλων των ηλικιών, μια και το εικαστικό παιχνίδισμά του δεν έχει περιορίσει τους μικρούς της οικογένειας στα παιδικά δωμάτια. Παντού ολόγυρα, φιγούρες και σχήματα, χρώματα και αχτίδες φυσικού ή τεχνητού φωτός, δίνουν τροφή στην παιδική φαντασία και τονώνουν την κάπως κουρασμένη ενήλικη. Πάνω σε μια χάλκινη πόρτα (έργο του ζωγράφου Νίκου Αναγνωστόπουλου), στο γραφείο, ξεφυτρώνουν τόπους – τόπους μικρά κλαδάκια κισσού και όχι μόνο. Στο ταβάνι της κουζίνας έχει ριζώσει ένα δέντρο από μέταλλο και φυλλαράκια από οικογενειακές φωτογραφίες. Δυο λιλιπούτειες ανθρώπινες φιγούρες του Keith Haring μοιάζουν να έχουν μαρμαρώσει σε ξύλινα καρεκλάκια. Ένα λουλούδι με πέταλα από καθρέφτη, πάνω στον πράσινο παπαγαλί τοίχο του χώλ, αιχμαλωτίζει το βλέμα του περαστικού και του διηγείται τις αντικατοπτριζόμενες, παλιές, ελληνικές ιστορίες. Είναι αυτή η αίσθηση ελευθερίας του νου που σε παρακινεί να περιπλανιέσαι με τις ώρες από επιφάνεια σ΄επιφάνεια, από δωμάτιο σε δωμάτιο. Σαν ένα νόστιμο έδεσμα που γεύεσαι αργά, απολαυστικά, καθυστερώντας επίτηδες να φτάσεις στην τελευταία μπουκιά προκειμένου να διαρκέσει η απόλαυση όσο περισσότερο γίνεται. Κάπως έτσι είναι αυτή εδώ η περιπλάνηση, η τόσο μεταφυσική όσο και πραγματική.
Αργά το μεσημέρι η ξενάγηση έχει δώσει από ώρα τη σκυτάλη στη φιλοξενία. Στην τραπεζαρία ολοκληρώνεται το γεύμα, δίπλα στη βιβλιοθήκη του Εγγονόπουλου φορτωμένη τους πνευματικούς θησαυρούς ετών, με ανθότυρο και ρακή, παραγωγή της οικογένειας Λεδάκη από τα Χανιά. Κι έτσι, αγκαλιά από οικογενειακές μνήμες και συντροφιά με τις ιστορίες των μεγάλων και τα γέλια των μικρών, τις μπουκιές, τις ρακές και τον ήλιο να χρυσίζει πάνω στα κρύσταλλα και να σε ναρκώνει γλυκά, είναι σαν όλα γύρω να ξεπήδησαν μέσα απ΄ τα τελάρα για να συμμετάσχουν σ΄ αυτή την μεσημεριάτικη χαρά της ζωής.