Εισαγωγικό Σημείωμα
Του συγγραφέα του έργου και σκηνοθέτη της παράστασης Περικλή Μοσχολιδάκη
Όλοι εσείς που κρατάτε στα χέρια σας το πρόγραμμα της παράστασής μας και διαβάζετε αυτές τις γραμμές, θα δείτε σε λίγο να ξετυλίγεται μπροστά σας στη σκηνή, η δραματική ζωή της Αγγέλικας Νίκλη Σολωμού, της μητέρας του εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολωμού. Διπλή ήταν η πρόκληση που αντιμετώπισα, όταν μου προτάθηκε από τον Δημήτρη Καρατζιά και τον Μάνο Αντωνιάδη, του φιλόξενου Πολυχώρου Vault, να γράψω το έργο και να το σκηνοθετήσω. Δύσκολο θέμα, ευαίσθητο αλλά και συναρπαστικό. Το έργο που κρατάτε στα χέρια σας είναι αποτέλεσμα επίπονης έρευνας αλλά και μυθοπλασία, όπως πρέπει να είναι κάθε θεατρικό έργο που καταπιάνεται με ένα ιστορικό θέμα ή πρόσωπο. Στην παράσταση που θα δείτε, η Αγγέλικα, δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Διονυσίου Σολωμού, μόνη κι έρημη πια, ντύνεται ‘κούκλα’, όπως έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής της, μια κούκλα που την κακοποίησαν, την εκμεταλλεύτηκαν, τη διαπόμπευσαν και κάνει έναν απολογισμό της δραματικής ζωής της. Μιλά για την εξαθλίωση και τη φτώχια, για τον έρωτα και τα παιδιά της, για την κακοποίηση του σώματος και της ψυχής της, για τον ποιητή γιο της και τον αγώνα των Ελλήνων για την ελευθερία, για τον δημόσιο εξευτελισμό της στο δικαστήριο.
Πρόσθεσα στο όνομα της Αγγελικής το προσωνύμιο διάφανη, γιατί στερήθηκε το δικαίωμα να έχει προσωπική ζωή. Διάφανη, αφού γεννώντας τον εθνικό μας ποιητή υποχρεώθηκε από την Ιστορία, όσο ζούσε, αλλά και μετά τον θάνατό της, να κουβεντιάζουν όλοι, πότε με κακεντρέχεια, πότε με περιέργεια, πότε με τρυφερότητα, τις λεπτομέρειες της ζωής της. Διάφανη, αφού έζησε τη ζωή της παρατηρώντας τον κόσμο πίσω από ένα διάφανο τζάμι, τζάμι κι η ίδια, εύθραυστο αλλά και σκληρό, θαμπό αλλά και καθάριο.
Η Αγγέλικα Νίκλη Σολωμού, γέννησε και ανέθρεψε τον ποιητή που έδωσε φωνή σ’ έναν ολόκληρο λαό, πλάσμα ποιητικό και η ίδια, ισορροπεί ανάμεσα στη σκληρή πραγματικότητα και το όραμα, στη ζωή και το όνειρο και περιμένει το τέλος, την εκπλήρωση, την τελική κάθαρση, δίπλα στον μόνο ‘διάφανο’ που ωστόσο ξέρει να κρατάει μυστικά.
Σας παραδίδουμε το έργο. Ευχόμαστε να μοιραστείτε μαζί μας τη μεγάλη συγκίνηση που νιώσαμε όλοι εμείς που ετοιμάσαμε αυτήν την παράσταση.
Αγγέλικα Νίκλη Σολωμού η ΔΙΑΦΑΝΗ - Απόσπασμα
(Βραδιάζει. H Αγγέλικα κάθεται σε μια παλαιά καρέκλα και έχει αποκοιμηθεί ελαφρά. Φορά σκούρο μακρύ φόρεμα εποχής, τα μαλλιά της πιασμένα πίσω. Ημίφως.)
Φωνή Σολωμού (Hχογραφημένη): Μητέρα! Μητέρα!
Αγγέλικα: Διονύσιε παιδί μου, εσύ είσαι; (Σαν σε όραμα, χωρίς να έχει ξυπνήσει εντελώς.)
Φωνή Σολωμού: Μητέρα!
Αγγέλικα: Πού είσαι παιδί μου;
Φωνή Σολωμού: Στο μυαλό του Θεού μητέρα. (Φωτίζεται η σκηνή. Ξυπνάει.)
Αγγέλικα: Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με την αμαρτωλή! Κοντεύουνε δυο χρόνοι πια που απόθανε ο υιός μου, ο Διονύσιος χωρίς να μου δώσει συχώριο, χωρίς να με αφήκει να τον διω και να του φιλήσω τα μάτια του για να τον χαιρετίσω. Έφυγε κι ο Σπύρος το παιδίον μου στα ξαφνικά, έφυγε κι η Αννέτα μου, η θυγατερούλα μου η όμορφη από την κακιά την αρρωστία και μου αφήκε την Ελενίτσα μου, πουλάκι ορφανό στον κόρφο μου και με κείνη βρίσκουμαι τώρα που σου μιλώ για να με συντροφεύει. Ο υιός μου ο Δημήτρης μου, που είναι τώρα τρανός και μαεστόζος και είναι στο γκουβέρνο, να ‘ναι καλά, συγχώρεσε εμέ, τη μάνα του, και μου δίνει λίγα κολωνάτα να περνώ τη ζήση μου και μου πλερώνει και το νοίκι του σπιτιού μου να μη βρεθώ στσι ρούγες και διακονέψω, Κύριε ελέησόν με. Ο Γιάννης μου, αβοκάτος τρανός στας Πάτρας και στη Λόντρα με ξέχασε, ξέχασε τη μανούλα του και δεν μου γράφει πια. Ήκαμε γάμο σωστό και μου ‘δωκε εγγόνια, όμως μου θύμωσε σαν του δώκανε ραπόρτο ότι ο γιός μου ο Δημήτρης με έδωκε επίδομα κι από τότε στα τσίτο, σιωπή, ούτε φωνή ούτε ακρόαση, μόνε σαν τον συλλογιστώ η έρμη θλίβομαι και μουσκεύω τα στρωσίδια μου στα κλάματα. Κι η Τζόγια μου, το άλλο μου κορίτσι παντρεύτηκε και αριβάρισε στας Πάτρας και τα ‘χουμε καλά συνάτι μας μα είναι μακριά κι αυτή και δεν τη βλέπω. Σε αφήνω τώρα να λογιάσεις την ερημία μου, τον πόνο της καρδίας μου που μάνα τόσωνε παιδίων κατάντησα σαν την καλαμία εις τον κάμπο, με βάσανα πολλά που έχω να θυμούμαι και πίκρες τωρινές που δεν τελεύουν. Όντας επέθανε ο μακαρίτης ο άντρας μου, ο Μανώλης μου, που τόσο μου στάθηκε και τόσο μ΄αγαπούσε και τόσα περάσαμε ομάδι, ετρέχανε τα μάτια μου από ούλες τις μερίες και λόγιαζα τι θα γενώ μονάχη. Και καθίζω ολημερίς δίπλα στη μπασία και κοιτάζω τον κόσμο να περπατά στσι ρούγες και ασπετάρω μήπως αριβάρει κανένα απ΄τα παιδία μου και δεν έρχεται ποτέ κανένα. […]