Τη μαγεία απ’ τις νότες κάποιου μουσικού κουτιού
καταφύγιό μου πάντα είχα
Θα ζητούσ’ απ’ το ζητιάνο, τον τρελό του παλατιού
συμβουλές την εξουσία αν κατείχα

Αγαπούσα σαν παιδί δίχως φόβο ή φραγμούς
Βασιλιά μου είχα την επιθυμία
Γελώντας βούταγα στο κύμα αψηφώντας τους αφρούς
Σαν να ‘ταν τίποτα
Σαν να ‘ταν τίποτα

Ποτέ μου δεν αναρωτιόμουν πώς ακουμπάει ο κόσμος όλος
στο πανί, η ζωή σε δυο διαστάσεις
Ουράνιος θόλος η οθόνη πώς χωράει
τόσα αστέρια λαμπερά για να θαυμάσεις

Με το Χοντρό και το Λιγνό με φόντο χάρτινα ντεκόρ
ξεκινούσα για ασπρόμαυρη εκστρατεία
Γινόμουν “Κλέφτης της Βαγδάτης” σε πλατό τεχνικολόρ
Σαν να ‘ταν τίποτα
Σαν να ‘ταν τίποτα

Καθώς περνούσανε τα χρόνια πονηράδα και σοφία
μου πήραν της ζωής μου τα ηνία
Ό, τι απόμεινε αθώο απ΄ τη μικρή μου ηλικία
προτού με πνίξει η μοναξιά και η ανία,

στην αγορά όπου ζητιάνος και τρελός πλέον ζεστό
κρατούσαν μέγα πόστο εξουσίας,
όπου αγόρευαν στα πλήθη, το ξεπούλησα κι αυτό
Σαν να ‘ταν τίποτα
Σαν να ‘ταν τίποτα

Ανεκτικός στο σύστημα, σε όλα ήμουν συνεπής
για μια πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια
Μες στο κοπάδι κι εγώ σε μονοπάτι σιωπής
ακολουθούσα με καινούργια ιθαγένεια

Μα πλέον δεν μ’ αναγνωρίζω στον καθρέφτη κι απορώ
πώς τολμάω ν’ ανταλλάξω την αλήθεια,
της ξεγνοιασιάς μου τα κουρέλια με κοστούμι σοβαρό
Σαν να ‘ταν τίποτα
Σαν να ‘ταν τίποτα

Ψυχή μου πρόσω ολοταχώς! Βίρα την άγκυρα καρδιά!
Δελφίνια, τρίτωνες φυσάτε τα πανιά μου!
Πώς ν’ αγαπάω σαν παιδί σαλπάρω για να θυμηθώ
μ’ αέρα, την αρμύρα, στα μαλλιά μου

Κάθε μέρα για να ζω δίχως φόβο ή φραγμούς
και στα κύματα γελώντας να βουτάω
με την αγάπη μου παρέα αψηφώντας τους αφρούς
Σαν να ‘ταν τίποτα
Σαν να ‘ταν τίποτα