Πάθος - Οραμα - Αποστολή
Του Δρος Γεωργίου Κακαβά – Αναπληρωτή Διευθυντή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και Διευθυντή του Νομισματικού Μουσείου
(Μετάφραση στα Αγγλικά: Σταμάτης Γκίκας)
Οι έννοιες πάθος, όραμα, αποστολή οριοθετούν ένα τρίπτυχο μέσα στο οποίο ενσαρκώνεται η ιδέα, η σύλληψη και η πραγμάτωση μιας υψηλού επιπέδου τέχνης, που ευαγγελίζεται το θαυμασμό και την αγάπη για την Ελλάδα με αφετηρία το αρχαίο ελληνικό κάλλος, αγγελιαφόρο τις δημιουργίες του Josh Garrick, τελικό προορισμό το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και θιασώτες όλους εμάς που γεννηθήκαμε ή αισθανόμαστε Έλληνες.
Ο Josh Garrick περιπλανήθηκε ως άλλος Οδυσσέας σε ατέρμονες αναζητήσεις, επίμοχθες προσπάθειες, εφευρετικές επινοήσεις, προκειμένου να προσεγγίσει τη δική του Ιθάκη, να συλλάβει και να αποδώσει με την τέχνη και την τεχνική του το κάλλος της “κλασικής” γλυπτικής στο αποκορύφωμά της και όπως αποδεικνύουν οι δημιουργίες του, το πέτυχε. Ώριμος μαΐστωρ, πολύπειρος ταξιδευτής της τέχνης, σεμνός δημιουργός κατόρθωσε τελικά να πραγματοποιήσει το όνειρο της ζωής του, να καταθέσει την πολύφερνη πραμάτεια του στο “ναό” της κλασικής τέχνης, στο Πρώτο Μουσείο της Ελλάδας, στο πολύζηλο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Οι απρόσμενες γωνίες από τις οποίες ο ευαίσθητος φακός του Josh συλλαμβάνει τα εκθέματα του Μουσείου, στήνουν έναν οπτικό διάλογο ανάμεσα στα μοναδικά έργα του καλλιτέχνη -φωτογραφίες εκτυπωμένες σε αλουμίνιο- και τα επιλεγμένα εκθέματα που “ζουν και αναπνέουν” εντός των τειχών του Μουσείου. Το γεγονός αυτό έδωσε στον Josh Garrick το εισιτήριο -την ευκαιρία- να είναι ο πρώτος μη Έλληνας καλλιτέχνης στον κόσμο που εκθέτει το έργο του στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Το ασίγαστο πάθος του Josh Garrick για την αναζήτηση της αρχαίας ελληνικής ομορφιάς τον οδήγησε στο να πραγματώσει το όραμά του και να εκθέσει τις φωτογραφικές δημιουργίες του στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο ανάμεσα στις πηγές της έμπνευσής του και με τον τρόπο αυτό να φέρει σε πέρας την αποστολή του, να διαλαλήσει διαπρυσίως το θαυμασμό του και την αγάπη του για τις διαχρονικές αξίες και τα οικουμενικά ιδανικά που κρύβονται σε κάθε έκφανση του αρχαίου ελληνικού κάλλους, ως ιδέα, έκφραση, ιδανικό και δημιουργία.
Είμαι ευτυχής που, ως Αναπληρωτής Διευθυντής υποστηρίζω τον Josh, βοηθώντας τον να ζωντανέψει το όραμά του, και καλωσορίζω την έκθεση των εξαιρετικών έργων του στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, το Μουσείο της καρδιάς του.
Βλέποντας με έναν Διαφορετικό Τρόπο … Αποτυπώνοντας το Αρχαίο Κάλλος
Του Joel Joshua Garrick
(Μετάφραση στα Ελληνικά: Σταμάτης Γκίκας)
“Ο σκοπός της Τέχνης δεν είναι να αναπαραστήσει την εξωτερική εμφάνιση των πραγμάτων, αλλά την εσωτερική τους σημασία.” Αριστοτέλης
Μεγαλώνοντας σε αγροτική επαρχία στην Αμερική –μακριά από τις μεγαλουπόλεις όπου απολαμβάνει κανείς τις ΤΕΧΝΕΣ στα μουσεία και τους συναυλιακούς χώρους τους– η ανεξήγητη αγάπη μου για οτιδήποτε είχε να κάνει με την αρχαία Ελλάδα μου φαινόταν, ως φοιτητή, τόσο απλησίαστη όσο οι περιπέτειες της επικής σειράς του Πολέμου των Άστρων.
Όμως η εμμονή μου με την Ελλάδα, αυτή η έμφυτη επιθυμία να περπατήσω εκεί όπου περπάτησαν ο Σωκράτης, ο Περικλής και ο Φειδίας, ήταν ΑΝΕΚΑΘΕΝ εντός μου. Αν υπήρχε τρόπος για εμάς τους θνητούς να ρωτήσουμε τον Δία, ενδεχομένως ΕΚΕΙΝΟΣ να μπορούσε να εξηγήσει γιατί επελέγην να βοηθήσω να γίνουν σε όλους γνωστά τα θαύματα της Ελλάδας. Σταμάτησα να αναρωτιέμαι ΓΙΑΤΙ και έζησα όλη την ενήλικη ζωή μου μοιραζόμενος την αγάπη και την εκτίμησή μου για εκείνη την περίοδο –2400 χρόνια πριν– όταν η σπουδαιότερη συνάθροιση ιδιοφυιών που γνώρισε ποτέ ο κόσμος περπατούσε τους δρόμους της Αθήνας.
Με υποτροφίες και σκληρή δουλειά, ετούτος ο φτωχός νεαρός επαρχιώτης αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης με Μεταπτυχιακό στις Καλές Τέχνες. Πάντα υπήρχαν δίπλα στο κρεβάτι μου βιβλία για την αρχαία Ελλάδα και πάντα έβρισκα τρόπους να ενσωματώνω στην ευρύτερη παιδεία μου μελέτες που αφορούσαν στους θησαυρούς της.
Η πρώτη μου δουλειά, αποτέλεσμα ενός δώρου αποφοίτησης που οδήγησε στο πρώτο μου ταξίδι στην Ελλάδα, βασιζόταν ουσιαστικά, η τουλάχιστον έτσι πίστευα τότε, στην φωτο-δημοσιογραφία. Ποτέ μου δεν είχα δει το μπλε χρώμα τόσο λαμπερό όσο στον ελληνικό ουρανό. Ποτέ μου δεν είχα κολυμπήσει σε νερά τόσο καθαρά και διαυγή ώστε ο βυθός να είναι πάντα ορατός. Και ποτέ μου δεν είχα την εμπειρία της μεγαλειώδους πτήσης των αετών πάνω από τον Παρνασσό στους Δελφούς μετά από καταιγίδα. Αυτό συνέβη καθώς έφτανα στους Δελφούς για πρώτη φορά και ένιωσα σαν οι αετοί και οι κεραυνοί να ήταν ένα σημάδι από τον ίδιο το Δία. Ήμουν επιτέλους στην Ελλάδα… στο ΣΠΙΤΙ μου.
Η Ελλάδα –και εμπειρίες σαν αυτές που προανέφερα– μου αποκάλυψαν την πιθανότητα και τις δυνατότητες της εικαστικής χρήσης του φωτογραφικού φακού. Φαντάζει τόσο μακρινό. Ήταν η εποχή που ανησυχούσαμε για το τι θα μπορούσε να συμβεί στο φιλμ μας καθώς περνούσε τον έλεγχο ακτίνων στα αεροδρόμια, όμως από το πρώτο κιόλας εκείνο ταξίδι βίωσα τη μοναδική φιλοξενία και γενναιοδωρία των Ελλήνων και συνειδητοποίησα την επιθυμία μου να μοιραστώ και με άλλους αυτά τα θαύματα.
Με νεανική τόλμη, ξεκίνησα να φωτογραφίζω τους θησαυρούς της Ελλάδας –από τις ακροπόλεις της Τίρυνθας, των Μυκηνών και της Αθήνας έως τ’ αγάλματα, τα γλυπτά και τα κεραμεικά που “ζουν και αναπνέουν” στα μεγάλα μουσεία σας. Βαθιά μέσα στην ψυχή μου ήξερα ότι αυτά τ’ αγάλματα και τα γλυπτά είχαν ανάγκη να ειδωθούν με έναν νέο τρόπο –πέρα από τις παρουσιάσεις με σλάιντ σε σκονισμένες κολλεγιακές αίθουσες– προκειμένου να τεθούν σ’ ένα νέο πλαίσιο εκτίμησης. Πολύ σύντομα το να φωτογραφίζω αυτούς τους αρχαίους θησαυρούς και να τους μοιράζομαι με κάθε δυνατό τρόπο, με φοιτητές, σε περιοδικά, γκαλερί τέχνης και μουσεία, έγινε έργο ζωής.
Ειλικρινά ελπίζω πως αυτό που έχει χαρακτηριστεί ως το “άμεσο και ανεπιτήδευτο φωτογραφικό στυλ” μου αποκαλύπτει την Αριστοτελική τους “εσωτερική σημασία.” Ρωτήστε οποιονδήποτε φοιτητή που ταξίδεψε ποτέ μαζί μου στην Ελλάδα και θα σας διαβεβαιώσει πως το να μοιράζομαι τις εικόνες μου και τις δημοσιευμένες σκέψεις μου, αντανακλά ένα πολύ προσωπικό μίγμα αισθητικού ιδεαλισμού και αγάπης για την χώρα σας.
Όντας γιος ενός βιολογικού πατέρα που ποτέ δεν κατανόησε την αντίληψή μου για την αισθητική, ευλογήθηκα στα χρόνια της ενηλικίωσής μου συνδεόμενος στενά με πατρικές φιγούρες παγκοσμίου φήμης που με δίδαξαν και με ενθάρρυναν με τρόπους που καμμία επίσημη εκπαίδευση δεν θα μπορούσε.
Ο πρώτος ήταν ο Sir Rudolf Bing, Γενικός Διευθυντής της Μετροπόλιταν Όπερας για λογαριασμό του οποίου εργάστηκα ως ασκούμενος –αφού αποφοίτησα από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Τα σοφά του λόγια με καθοδήγησαν σε όλη μου τη ζωή. Ανακαλώντας τα λόγια του συνειδητοποιώ πως θα μπορούσαν να είναι λόγια του Θαλή. Για παράδειγμα –“Σε κάθε περίσταση να παραμένεις κύριος.”
Ο δεύτερος ήταν ο Silas Rhodes, Ιδρυτής του School of Visual Arts, ο οποίος μου επέτρεψε να αναλάβω τη θέση του Εκπροσώπου Τύπου του κολλεγίου σε μια εποχή –από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 έως τα τέλη της δεκαετίας του 1990– όταν η δημιουργικότητα στην Νέα Υόρκη ήταν εκρηκτική. Δεν θα κουραστώ να επαναλαμβάνω πως: “Το Πανεπιστήμιο Κολούμπια με έκανε συγγραφέα και ερευνητή, αλλά το ότι δίδαξα στο School of Visual Arts με έκανε Καλλιτέχνη.”
Ο Silas Rhodes καλούσε τους πλέον αμφιλεγόμενους Καλλιτέχνες της εποχής –μεταξύ των οποίων τους φωτογράφους Joel Peter Witkin, Robert Mapplethorpe και Andres Serrano– να δώσουν διαλέξεις στο Κολλέγιο. Ήταν δουλειά μου –και μεγάλη μου χαρά– να τους υποδέχομαι, να τους βγάζω για δείπνο και σε κάποιες περιπτώσεις να δίνω εντολή στην ασφάλεια να τους προστατεύει από τους συχνά παρόντες διαδηλωτές. Ήταν μια εποχή όπου η ΤΕΧΝΗ ήταν αμφιλεγόμενη –εγώ άκουγα, μάθαινα, αμφισβητούσα και έπαιρνα θάρρος από όσα αυτοί οι “αποστάτες” Καλλιτέχνες τύπωναν και εξέθεταν.
Το “μάθημα” που σταθερά υπερίσχυε κατά τις “γκεστ” αυτές διαλέξεις είχε να κάνει με αυτή καθ’ εαυτή τη λήψη μιας φωτογραφίας. Διατυπωμένο με διαφορετικές λέξεις αλλά με ένα κοινό μήνυμα, μου γινόταν σαφές ότι αυτοί οι Καλλιτέχνες αντιλαμβάνονταν πως η πράξη της λήψης μιας φωτογραφίας, εντείνει το φωτογραφικό θέμα ενώ καθοδηγεί ασυνείδητα τον πιθανό θεατή προς “αυτό που αξίζει να ειδωθεί.” Από το αξιοζήλευτο πόστο του οικοδεσπότη των φιλοξενούμενων Καλλιτεχνών, δεν χρειαζόταν να περιμένω στη σειρά μετά από κάθε διάλεξη πασχίζοντας να υποβάλλω τις ερωτήσεις μου. Κάνοντας την δουλειά μου ως οικοδεσπότης, ήμουν σε θέση να τους κάνω να αισθάνονται άνετα εκφράζοντας τον ειλικρινή θαυμασμό μου για το έργο τους (ΚΑΝΕΝΑΣ Καλλιτέχνης δεν κουράζεται ποτέ απ’ αυτό) πόσω μάλλον που, συνειδητοποιούσαν ότι δεν ήμουν ένας απλός κόλακας. Είχα μελετήσει το έργο τους. Αποδομούσα τις συνθέσεις τους και έκανα διεισδυτικές ερωτήσεις που επικοινωνούσαν σ’ αυτούς τους Καλλιτέχνες ότι “έβλεπα” τουλάχιστον κάποιο τμήμα από αυτό που επιθυμούσαν να δει ο θεατής.
Ο καθένας απ’ αυτούς τους θρύλους της φωτογραφίας με ώθησε να κοιτάξω με φρέσκια ματιά το σεβασμό που ένιωθα για το αντικείμενό μου –έναν σεβασμό που ακόμα και σήμερα αγγίζει τα όρια της θρησκευτικής λατρείας. Αυτοί οι καινοτόμοι άνοιξαν τα μάτια μου στις παγίδες αυτού του σεβασμού. Ο σεβασμός μπορεί – σε κάποιες περιπτώσεις– να ενισχύσει μία άποψη, αλλά εξίσου συχνά μπορεί να οδηγήσει σε φορμαλισμό ή ακόμα και στειρότητα. Επιζητούσα το ακριβώς αντίθετο. Ήθελα οι θεατές μου να δουν τα αγαπημένα μου αγάλματα “να ζουν και ν’ αναπνέουν” μέσα στους σύγχρονους ναούς τους: τα μουσεία.
Έτσι όπως η κουβέντα –ενίοτε– εστίαζε σε αυτό που εύκολα αναγνώριζαν ως πάθος μου, με προκαλούσαν να αναρωτηθώ ΠΟΙΟΣ θα μπορούσε να είναι ο καλύτερος τρόπος να φωτογραφίσω τα έργα Τέχνης της αρχαίας Ελλάδας. Οι διεισδυτικές ερωτήσεις τους έβγαιναν πολύ φυσικά. Με βοήθησαν να συνειδητοποιήσω πως η εμμονή μου οφειλόταν στο γεγονός ότι αν και δεν μπορούμε να αγγίξουμε αυτά τα ανεκτίμητα αντικείμενα, το να τα φωτογραφίσουμε ήταν ένας τρόπος να γίνουμε ένα με αυτά. Επιπλέον –μοιραζόμενος τη δουλειά μου, μοιραζόμουν αυτά τα οποία αγαπούσα. Σε μία αποκάλυψη ελευθερίας συνειδητοποίησα πως δεν ήθελα να δουν μόνον οι φοιτητές μου –ήθελα ολόκληρη η Αμερική να δει αυτό που τόσο βαθιά αγαπούσα στα έργα Τέχνης που δημιουργήθηκαν από τις ιδιοφυίες που έζησαν και εργάστηκαν τουλάχιστον 2400 χρόνια πριν καν αγγίξω μια κάμερα.
Με τις ευλογίες του Silas Rhodes και την ενθάρρυνση των γιων του David και Tony –που ακόμα διευθύνουν το Κολλέγιο σήμερα– δημιούργησα ένα μάθημα με τον τίτλο Η Τέχνη και ο Πολιτισμός της Αρχαίας Ελλάδας, στο πλαίσιο του οποίου συνόδευα ομάδες Αμερικανών φοιτητών στην Ελλάδα. Επιτέλους μπορούσα να εμβαπτιστώ στη χώρα, τους ανθρώπους και τα μνημεία αυτής της χώρας που ανέκαθεν με καλούσαν. Με τον καιρό παρουσίασα την ιστορία και τις παραδόσεις της Ελλάδας σε εκατοντάδες Αμερικανούς και –σε ανταπόδοση– μου δόθηκε πρωτοφανής πρόσβαση να φωτογραφίσω τα μνημεία και τους θησαυρούς σας.
Η πρώτη στάση κατά τη διάρκεια αυτών των φοιτητικών ταξιδιών ήταν πάντοτε το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο για τον προφανή λόγο ότι δεν υπάρχει άλλο μουσείο στον κόσμο που να επεξηγεί καλύτερα την γέννηση και πρόοδο της ΤΕΧΝΗΣ του Δυτικού Πολιτισμού.
Πάντοτε δίδασκα στους φοιτητές μου ότι “η ευθύνη του φωτογράφου είναι να βοηθήσει τον θεατή να δει με έναν διαφορετικό τρόπο.” Από σεβασμό προς τους Καλλιτέχνες που δημιούργησαν αυτά τα έργα διαμέσου πολλών χιλιετιών, αισθάνομαι μια τεράστια ευθύνη να τιμήσω την ιδιοφυία και την αίσθηση περηφάνειας για την ανθρώπινη ιδιότητα που αυτά τα έργα αντιπροσωπεύουν.
Αναλογιστείτε την καθολικότητα της παρουσίας του φακού στις μέρες μας. Ουδείς θα σκεφτόταν να ταξιδέψει ή να κάνει διακοπές χωρίς να πάρει μαζί του τουλάχιστον μια κάμερα –ακόμα κι αν πρόκειται για την ενσωματωμένη στο κινητό του. Κοιτάζοντας δε πίσω, ήμουν σκληρός με τους φοιτητές μου –απαγορεύοντάς τους να πάρουν συνηθισμένες φωτογραφίες όπου δίνεις την κάμερα σε έναν φίλο, στέκεις μπροστά από ένα κτίριο, χαμογελάς και βγάζεις μια φωτογραφία που δεν αντιπροσωπεύει τίποτε περισσότερο από ένα οπτικό ημερολόγιο ενός τόπου όπου έτυχε να σταματήσει το λεωφορείο. Λόγω της αγάπης μου για την Ελλάδα, ήθελα οι φοιτητές μου να συνδυάσουν την αναπαραστατική φύση της φωτογραφίας με το εκφραστικό δυναμικό της. Ήθελα να ανοίξουν το μυαλό τους στην μοναδική αξιοπρέπεια και τη μυστηριακή εσωτερική ζωή των αγαλμάτων και μνημείων –λουσμένων στο ασύγκριτο και πανταχού παρόν Ελληνικό φως.
Επεδίωξα να είμαι ένας αποτελεσματικός δάσκαλος –παροτρύνοντας τους φοιτητές μου να εμπνευστούν από το λαμπρό φως της Ελλάδας για να δημιουργήσουν συνθέσεις σε αποχρώσεις του λευκού, μαύρου και γκρι. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, ανακάλυψα την δική μου τεχνική εστίασης σε λεπτομέρειες αγαλμάτων και κτιρίων, όπως για παράδειγμα στο χέρι ενός αγάλματος ή στην κολώνα ενός ναού. Αυτές οι λεπτομέρειες αποτέλεσαν την προσωπική μου “αφαιρετική” φόρμα και οδήγησαν σε μία σειρά από φωτογραφίες που έφεραν το θεατή εγγύτερα στην εικόνα –προσκαλώντας τον να “δει τα έργα με διαφορετικό τρόπο.”
Κάθε Αμερικανός φωτογράφος μελετά τον μεγάλο Ansel Adams που κάποτε είπε ότι όταν οι φωτογράφοι δημιουργούν Τέχνη, δημιουργούν “μία κατάσταση που πηγαίνει πέρα από το θέμα” και συλλαμβάνει “μία στιγμή έμπνευσης σε φιλμ.” Καθώς πλέον η φωτογραφία πέρασε στην ψηφιακή εποχή, συνεχίζω να πιστεύω στην “στιγμή έμπνευσης.” Ο Adams είχε επίσης πει, “Όλες οι φωτογραφίες που έχω κάνει έγιναν γιατί ήμουν εκεί.” Είμαι τόσο χαρούμενος που “ήμουν εκεί.” Από την Πάτρα έως την Μεθώνη και απο τους λόφους που περιβάλλουν τη Σπάρτη έως τα μοναστήρια της Χαλκιδικής, έχω αναζητήσει την “στιγμή έμπνευσης” σε κάθε σπιθαμή της χώρας σας.
Καθώς ο κόσμος ξεπέφτει σε “ηγεσίες” που υπολογίζουν περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε το Ευρώ, το Δολάριο ή τη Λίρα, είναι σημαντικότερο από ποτέ να κατανοήσουν πλήρως όλοι οι λαοί της υφηλίου τον ανεκτίμητο “πλούτο” της χώρας σας. Το “έργο” μου είναι να φωτογραφίζω τους θησαυρούς 2400 ετών που μελετάω μια ζωή. Τυπώνω πλέον αυτές τις εικόνες πάνω σε αλουμίνιο ευελπιστώντας ότι προτείνω “ένα νέο ειδέσθαι” που αποτελεί το απαύγασμα μιας καριέρας αφιερωμένης στη μελέτη, τη φροντίδα και το σεβασμό γι’ αυτά τα έργα τέχνης.
Ειλικρινά ελπίζω πως οι φωτογραφίες μου συμβάλλουν στο να πείσουν τους θεατές της δουλειάς μου να αναγνωρίσουν –και να εκτιμήσουν– την πολιτιστική κληρονομιά που ξεκίνησε στην Αθήνα. Είναι μέγιστη τιμή για μένα να φέρνω τη δουλειά μου στην Ελλάδα, στο σπίτι μου. Για άλλη μια φορά θα αναφερθώ στο Θαλή που μας υπενθύμιζε πως ακόμα κι όταν όλα τ’ άλλα έχουν χαθεί, διατηρούμε την ελπίδα. Θα ήθελα να ξέρετε πως ετούτες οι φωτογραφίες –αυτές οι υποκειμενικές μελέτες των θησαυρών σας– βρίσκονται εδώ για να τιμήσουν το ανεκτίμητο δώρο σας στον κόσμο.
Επιθυμώ ειλικρινά να βοηθήσω τον ελληνικό λαό να απλώσει το χέρι βαθιά μέσα στο μυθικό κουτί της Πανδώρας και να ανασύρει την ΕΛΠΙΔΑ.
Σας παρακαλώ, ελάτε μαζί μου. Σας παρακαλώ, “δείτε με ένα διαφορετικό τρόπο” και ανακαλέστε με περηφάνεια το ΓΙΑΤΙ η ΕΛΛΑΔΑ πάντα θα έχει τον πλούτο της αξιοθαύμαστης ιστορίας της να προβάλλει και να μοιράζεται με τον κόσμο. Ταπεινά καταθέτω ετούτες τις φωτογραφίες των θησαυρών σας. Με αυτόν τον τρόπο, ζητώ από τον καθένα μας να αναλογιστεί και να κατανοήσει πόσο διαφορετική θα ήταν η ζωή μας σήμερα, αν η Αθήνα δεν είχε υπάρξει “το σχολειό του κόσμου” πριν από 2400 χρόνια.